Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

συγγενείς από

  • 1 πατέρας

    ο
    1) отец;

    έγινα πατέρας — я стал отцом;

    τον εχεις πατέρα; — он тебе отец?;

    συγγενείς από πατέρα — родственники по отцовской линии;

    2) πλ. предки;

    στη γη των πατέρων — на родной земле, на родине;

    3) батюшка, отец (о священнике), патер;
    πάτερ святой отец, батюшка (в обращении); πάτερ Ιωακείμ отец Иоаким;

    οι άγιοι πατέρες — святые отцы (епископычлены священного синода);

    οι πατέρες τού έθνους ирон.отцы отечества (о членах парламента);

    4) отец, основоположник, родоначальник;

    πατέρας της ιατρικής — отец медицины (о Гиппократе);

    πατέρ της ιστορίας — основоположник истории (о Геродоте)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πατέρας

  • 2 συγγενής

    ης, ες 1.
    1) родственный; близкий;

    συγγενείς γλώσσες (επιστήμες) — родственные языки (науки);

    2) врождённый;

    συγγενής νόσος — врождённая болезнь;

    συγγενής καρδιοπάθεια — врождённый порок сердца;

    2. (ο, η) родственник, -ца;

    τον 6*χω συγγενή — он мне родственник;

    είμαστε συγγενείς — мы состоим в родстве, мы родственники;

    συγγενής εκ μητρός (από πατέρα) — родственник по матери (по отцу)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συγγενής

См. также в других словарях:

  • Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • πατρογραμμικός — ή, ό φρ. α) «πατρογραμμική καταγωγή» ή «πατρική γραμμή καταγωγής» (κοινων. ανθρωπολ.) τύπος αναγνώρισης τής καταγωγής και κοινωνικής οργάνωσης, κατά τον οποίο η καταγωγή ορίζεται αποκλειστικά από την πατρική γενεαλογική γραμμή και δεν… …   Dictionary of Greek

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

  • λιμναίος οικισμός — Οικισμός που δημιουργείται από καλύβες ορθωμένες πάνω σε ένα σανίδωμα, το οποίο υποστηρίζεται από πασσάλους μπηγμένους στον πυθμένα ή στις όχθες μιας λίμνης ενός βάλτου ή ενός τενάγους από τύρφη. Αρκετά διαδεδομένοι κατά τη νεολιθική εποχή (περ.… …   Dictionary of Greek

  • Μωαβίτες — Αρχαίος λαός εγκαταστημένος στο έδαφος του Μωάβ, ανατολικά της Νεκράς Θάλασσας. Συγγενείς από εθνολογική και γλωσσολογική άποψη με τους Εβραίους, ήρθαν σε σύγκρουση μ’ αυτούς από την εποχή της κατάκτησης της Παλαιστίνης: περίφημο είναι το βιβλικό …   Dictionary of Greek

  • αγχιστεία — η συγγένεια που δημιουργήθηκε από γάμο, από συμπεθεριό: Είναι συγγενείς από αγχιστεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανιόντες — οι οι συγγενείς από τους οποίους κατάγεται κανείς (γονείς, παππούδες, προπαππούδες) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυναικοσόι — το οι συγγενείς από την πλευρά της συζύγου: Το γυναικοσόι του τον κακολογούσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»